τυμβωρύχος

τυμβωρύχος
ο раскапыватель могил, грабитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τυμβωρύχος" в других словарях:

  • τυμβωρύχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβώρυχος — grave robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχος — ο, ΝΜΑ αυτός που ανοίγει τάφους για να τούς συλήσει νεοελλ. μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος μσν. ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του αρχ. αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών …   Dictionary of Greek

  • τυμβωρύχος — ο 1. αυτός που ανοίγει τάφους και κλέβει τα αντικείμενα που έχουν θαφτεί με το νεκρό. 2. αυτός που δυσφημίζει νεκρό ή εκμεταλλεύεται τη δράση του νεκρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυμβωρύχοις — τυμβώρυχος grave robber masc dat pl τυμβωρύχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχου — τυμβώρυχος grave robber masc gen sg τυμβωρύχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχους — τυμβώρυχος grave robber masc acc pl τυμβωρύχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχων — τυμβώρυχος grave robber masc gen pl τυμβωρύχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχως — τυμβώρυχος grave robber masc acc pl (doric) τυμβωρύχος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχε — τυμβωρύχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβωρύχοι — τυμβωρύχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»